Ξενάγηση στην παλιά Αναφωτία

Τι είναι αυτό που μας κάνει ν΄ αναπολούμε εκείνο το αλλοτινό χωριό με τους ανατολίτικους μαχαλάδες, όπου τα σπίτια ήταν συνεχόμενα, κολλημένα αδελφικά το ένα με τ΄ άλλο, τα «κατάτροχα» δώματα, όπου απλώναμε σταφίδες και σουσάμια, τους ηλιακούς, όπου οι γυναίκες ξεκόκκιζαν τα «καρύδια» του παμπακιού, τα πεζούλια, τις ξεβρωμένες ξώπορτες με τα ρομανίσια, τα μάνταλα,τους παραστατούς, τα ανώφλια, τα κατώφλια, τα αλακάτια, τα χερομύλια, τα δουλάπια, τα αδράχτια και πλήθος άλλων αντικειμένων.Πού πέταξαν τα «στενά», όπου η χρυσή νεολαία του καιρού εκείνου σεργιάνιζε, ερωτοτροπώντας με κομψευόμενες νέες. Πού κρύφτηκαν τα αγαπημένα «τιπόζιτα» απ΄όπου οι νέοι «έπιναν το τσιαρούϊν τους» ή διάβαζαν τα ραβασάκια. Τι έγιναν τα δροσερά περιβολάκια με τους «τζήπους» ,τα τρεχούμενα νερά, τα αυλάκια, οι κατεβάτες; Τα καλοκαιρινά βράδια, δρόμοι, καφενεία και πλατείες έσφυζαν από ζωή κι από λάμπες πετρελαίου ή λουξ. Πηγαδάκια γειτονισσών, φούρνοι που πύρωναν σε κάθε αυλή, παιδιά ξαναμμένα από παιχνίδια όλο αλλεγρία, φουντάνες κι αλώνια, λάμπες που φώτιζαν σαν κεχριμπάρι τα μέσα δωμάτια; Κάθε βράδυ μας μάγευε η θέα κάποιων ολόφωτων πλοίων σαν πλωτές πολιτείες, καθώς περνούσαν απ΄ το άνοιγμα που άφηνε ο δρόμος.

Κατά την εποχή στην οποία αναφέρομαι, η Αναφωτία δεν διακρινόταν για τις πολυτελείς κατοικίες της. Η ποιμενοαγροτική μας ζωή ήταν τραχιά και πρωτόγονη. Ζούσαμε λιτά. Τα πλίνθινα σπίτια. Μπανιέρες μας ήταν κάτι πανάρχαιες πελεκημένες βούρνες (γούρνες), σφουγγάρι μας η κοινή ελίφη και σαπούνια ο πράσινος σάπων «Ελένη» ή υστερότερα το κόκκινο καρμπολίφ. Στην ίδια γούρνα γινόταν το «σκαμμάτισμα» (η μπουγάδα) των ρούχων με κατακάθια της στάχτης για το λαμπικάρισμα). Κάποια σπίτια είχαν και τσίγκινα μπάνια ή καζανάκια.Τα χειμωνιάτικα βράδια ανάβαμε «φουκού» (φουφού), από θραυσμένη «γάστρα» (πήλινο δοχείο) και το λουτρό συμπληρωνόταν με «θερμό» (ζεστό νερό αρωματισμένο με ευκάλυπτο, δάφνη, μυρσίνη ή πορτοκαλόφλουδες). Όλη αυτή η ιεροτελεστία που λέγεται «λούμαν» (λούσιμο) τελείωνε με το «θκιάκλυσμα» (ξέπλυμα) με τον μαστραπά και την επωδό «τελευταίον τζ ΄Ιησούς Χριστός».Το σπίτι που γεννήθηκα ανήκε σε μια πατριαρχική, για να μην πω προκατακλυσμιαία εποχή. Αντί κανονικά«βολίτζια» (δοκάρια) είχε ατόφιους κορμούς δέντρων. Το δάπεδό του ήταν στρωμένο με μάρμαρα, ποικίλων μεγεθώνκαι χρωμάτων. Πίσω από τη μεγάλη δίχωρη καμάρα με τις «σουβάντζες» (ράφια) και τις «αρσέρες» (φεγγίτες) εκτεινόταν σκοτεινός και μυστηριώδης ο «σώσπιτος ή σώσπιτο» (μέσα δωμάτιο), ένα μείγμα λαβύρινθου και σπηλιάς του Αλλαντίν. Υπήρχαν εκεί τεράστια πιθάρια για σιτάρι ή λάδι. Πολλές κατοικίες είχαν «μαχαζένια» (αποθήκες σιτηρών),«σέντε» (πατάρια) και «ασιελωνάρκα» (αχυρώνες). Σκέτος Μεσαίωνας. Είχε και τρεις λάκκους το πατρικό μου και ένα από τους δυο ελιόμυλους του χωριού.Όμορφα ήταν και τα αλώνια, όπου αλώνιζαν με «βουκάνες» (ξύλινα κατασκευάσματα που το κάτω μέρος τους ήταν διάστικτο με «αθκιάτζια», τσακμακόπετρες, για το θραύσιμο των δεματιών από στάχυα). Σέρνονταν από βόδια και είχαν κάθισμα για τη γυροβολιά. Τι ευδαιμονία ένιωθαν τα παιδιά που τους επέτρεπαν «οι τζυρούες τους» (οι πατέρες τους), να εποχούνται!

Τι σημαίνει η συνδεόμενη δημώδης φράση «αθκιάτζιν τζιαι πιττάτζιν;».

Είθε να καταπλακω θείς από τις τσακμακόπετρες και να γίνεις ισοπεδωμένη πίτα!. Μετά γινόταν το «νέμισμαν». Διαχωρισμός του καρπού(σιτάρι ή κριθάρι) από το άχυρο με τη βοήθεια του ανέμου και εργαλείο το «φερνάτζι»Η ύδρευση γινόταν από τις «φουντάνες», τις δημόσιες βρύσες. Τέτοιες είχαμε δεκατρείς, εκάστη των οποίων έφερεν αυτομάτως το όνομα του πλησιέστερου νοικοκύρη. Πόσες ομηρικές μάχες ξεσπούσαν πρωί και βράδυ για την απόκτηση του πιο πολύτιμου, αλλά δυσεύρετου αγαθού σ΄ εκείνα τα τσιμεντένια κρηπιδώματα! Μπροστά τους υπήρχαν βότσαλα, για να μην γίνεται λασπώδης ο χώρος και ήταν το εντευκτήριο, όχι μόνο καυγατζούδων και νακλούδων γραϊδίων, αλλά και ευέξαπτων μελισσών, μαρκιδόνων, σφηκών και σφαλαγγιών. Σμήνη συνέρρεαν εκεί με άκρως επιθετικά «σφηλικούντρια» (κεντριά). Ιδίως στον «λάλλαρο» (το ζενίθ της ζέστης) των μεσοκαλοκαιριάτικων μηνών, δεν ήταν σπάνιες οι φορές που τα καφετιά χρώματα από σπασμένες «κούζες, βάττες, πότηδες και κουζούκια» (σταμνάκια), έσμιγαν με ένα ζεστό κρεμεζί, προσφορά αίματος από γυναίκες που δεν τα έβγαζαν πέρα με τις κυράτσες των μαχαλάδων.

Οι αντρογυναίκες αυτές ήσαν τόσο πολεμόχαρες που εκσφενδόνιζαν «σίκλες» (κουβάδες),κάδους και «σικλιά» (κουβαδάκια), ακόμη και κατά αντρών, κάπως σαν την Αθηνά που και με τον Άρη τα έβαζε.Μα κι αν γλύτωναν τα κεφάλια ή «τ΄ αντζειά μας» (τα αγγεία μας), σε μερικά κράσπεδα όπου πηγαίναμε στη ζούλα για ύδρευση πέραν της υφαλοκρηπίδας μας, δεχόμαστε απειλές: «εν να σε λαπορτάρω» (θα σε καταγγείλω), «εν να σ΄αγκαλέσω» (θα σου κάνω μήνυση), «Άι ζαφτιέν που θέλεις»! (ε, ρε και να σε τσάκωνε κανένας πολισμάνος!)Αρσέρες σε πλινθόκτιστο σπίτι. Οι αρχαϊκές κατοικίες, όπως ανέφερα, ήταν πλίνθινες, ζυμωμένες με μόχθο, λάσπη, άχυρα και ιδρώτα. Τα πλιθάρια καθιστούσαν τα δωμάτια δροσερά το θέρος και ζεστά τον χειμώνα, μια σοφία απόσταγμα αιώνων, που θέσαμε παντελώς στο περιθώριο, προς ζημιά μας. Ήταν συν τοις άλλοις φιλικότατες προς το περιβάλλον. Συγκατοικούσαμε ανεκτικότατα με κάθε είδους όντα, έρποντα, ιπτάμενα και εμφιλοχωρούντα: «στρούθοι» (σπουργίτια), χελιδόνια,«πετροσιελίονα» (πετροχελίδονα) φώλιαζαν εντός και εκτός των οικιών. «Οικουροί όφεις» (δρόπηες),«σιελοντρούνες» (σαύρες), «καρκουτάες» (μικρογραφίες κροκοδείλων), «μυσιαροί» (σαμιαμίθια), εισχωρούσαν παντού. Οι νυχτερίδες μπαινόβγαιναν στα δωμάτια ανενόχλητες, σμάρια από γρύλλους, «τσιριπίλλες και κουτσουκούτες» (σκαθάρια και σκαραβαίοι), υπερίπταντο θορυβωδώς.

Στους τοίχους οι κοριοί ανέβαιναν σαν φάλαγγες. Τους εξοντώναμε, όπως και τα κουνούπια και τις σκνίπες με «πόμπα» (τρόμπα) και ένα εύοσμο ντι τι τι. Για να αποσοβούνται όλα τούτα τα ζωΰφια, η κάθε «καρκόλα» (κρεβάτι) ήταν εφοδιασμένη με «σκλουβέρι» (κωνωπείο, κουνουπιέρα).Οι πλείστες κατοικίες αποτελούνταν από μακρινάρια, καμάρες, «τσάμπρες» (δωμάτια) και γύρω γύρω είχαν«τεισιά» (τείχη) και «σιμιντίρια» (περιτειχίσματα). «Το μαειρκόν» (η κουζίνα) είχε απαραιτήτως «νησκιά» (χωμάτινη ή πέτρινη εστία) και οι καπνοί έβγαιναν από «λούρουππα ή καπνοούφα» καπνοδόχη). «Οι αυλάες» (αυλές) σε μια γωνιά των οποίων έβλεπες «μαΐκια» (ξηρές κληματόβεργες σε δεμάτια) και άλλα «κάτσαρα» (φρύγανα, καυσόξυλα),στον πληθυντικό σήμαιναν οικιστική γη (έσιει τρεις αυλάες σπίθκια).Εκτός από «γουμάες» (κοτέτσια), στ΄ ανώγια υπήρχαν και «πεζουναρκά» (περιστερώνες).

Τα Σάββατα τα «ππαλαζούκια» (πιτσουνάκια) ήσαν σύνηθες γεύμα μαζί με «πουρκούριν» (πλιγούρι). Για το τελευταίο ξέπλυμα των σφαγμένων οικόσιτων χοίρων, τιμής ένεκεν, σιγόβραζε ένα ολόκληρο «χαρτζί» (χάλκινος λέβητας) μέχρις ότου γίνει «χογλασταρκά» (ζεματιστό), για να διευκολύνει την αποτρίχωση. Υπήρχε μάλιστα και η σχετική ευτράπελη έκφραση : Μα γιατί τέτοιο τσουρουφλιστό νερό, «εν να ξηπετσίσουμεν σιοίρον;» (γουρούνι θα γδάρουμε;)Πλανόδιοι γυρολόγοι και πραματευτές διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, όπως λόγου χάριν, πετρέλαιο για τα λυχνάρια, παστέλι και παγωτό. «Οι καρρέττες» (κάρα) οι βένετες και τ΄ αμάξια τα βένετα (Venetan blue, το Ενετικό κυανό) εκτελούσαν συνεχή δρομολόγια, ζευγμένα με τα «βούθκια» (βόδια) τα μελισσιά και τα περίφημα ντόπια γαϊδούρια. Μελισσός σημαίνει μελίχρυσος, που έχει το χρώμα του μελιού ή της μέλισσας. Η καρρέττα είναι λέξις ισπανική που σημαίνει «κάρο». Ακόμα σπανιότερα θυμάμαι καραβάνια, καμήλες και καμηλιέρηδες να περνούν το δειλινό.Τα μόνα που επέζησαν αλώβητα από το μακρινό πια για τους νεότερους παρελθόν είναι τα έξοχα ξάγναντα της Αναφωτίας, που παρέχουν μια εκτεταμένη θέα λόφων, κοιλάδων, πεδιάδων, οροσειρών και μιας λωρίδας της Μεσογείου.

ΒΙΝΤΕΟ

ΛΕΥΚΩΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

© Copyright 2024 - Αναφωτία / Designed & Developed by NETinfo Plc