Παράδοση και Ασχολίες

Οι κάτοικοι της Αναφωτίας ασχολούνταν με την καλλιέργεια των αμπελιών. Παλαιότερα η αμπελοκαλλιέργεια στην Αναφωτία ήταν μια από τις βασικές καλλιέργειες του χωριού. Ας γνωρίσουμε, όμως, καλύτερα τις καλλιεργητικές φροντίδες αμπελιού:

Αρχικά, γινόταν προετοιμασία του χωραφιού που θα μετατρεπόταν σε αμπελώνα. Αυτό οργωνόταν δυο φορές και αφαιρούνταν όλες του οι πέτρες.

Προτού το αμπέλι φυτευτεί, ήταν απαραίτητο το χωράφι να καλλιεργηθεί βαθιά. Το φύτεμα του αμπελιού άρχιζε μεταξύ των μηνών Μάρτη – Απρίλη, αλλά συνήθως γινόταν τον Μάιο, γιατί τότε το χωράφι έχει υγρασία. Πριν να γίνει το φύτεμα των αμπελιών, οριζόταν η θέση που θα φυτεύονταν τα αμπέλια με την τοποθέτηση καλαμιών. Τα φυτά τοποθετούνται σε παράλληλες γραμμές και απείχαν μεταξύ τους πέντε πόδια .

Αξίζει να γνωρίζει κανείς πως για το φύτεμα των αμπελιών χρειάζονταν πέντε άτομα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ιωνά, αυτά ήταν: ο «σκαλιατούρος» ή «σκαλιέρης», ο οποίος με ένα εργαλείο που ονομαζόταν «σκάλα» θα άνοιγε τον λάκκο ˙ τρεις γυναίκες, από τις οποίες οι δυο θα έχυναν νερό μέσα στους λάκκους ενώ η μία θα τοποθετούσε την κληματόβεργα στο λάκκο και τέλος, ο «παλλουκάρης», ο οποίος θα έκλεινε τον λάκκο.

Ο Ιωάννης Ιωνά αναφέρει πως το αμπελοφύτεμα γινόταν Κυριακή ή γιορτή και αυτό γιατί το φύτεμα του αμπελιού απαιτούσε πολλά χέρια. Στο φύτεμα συμμετείχαν συγχωριανοί, φίλοι και συγγενείς του ιδιοκτήτη.

Το κλάδεμα του αμπελιού ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την παραγωγή του. Χαρακτηριστικά ο Ιωνά αναφέρει μια κυπριακή παροιμία: «Ένα χρόνο άκλαον (ακλάδευτο), πέντε γρόνους άκαρπον (πέντε χρόνια χωρίς καρπό)».

Μετά το κλάδεμα, ακολουθούσε το σκάλισμα, το οποίο γινόταν συνήθως το Μάρτιο με στόχο να απαλλάξει το χώμα από τις ρίζες και να το προετοιμάσει να δεχτεί τις βροχές. Πρέπει να αναφερθεί πως την πρώτη χρονιά μετά το φύτεμα, το αμπέλι δεν κλαδευόταν, κόβονταν μόνο μερικές από τις επιφανειακές του ρίζες για να δυναμώσει.

Επίσης, στη φροντίδα του αμπελιού περιλαμβανόταν το «μουττόκομμαν» και το θειάφισμα. Το «μουττόκομμαν» ήταν το κόψιμο των τρυφερών βλαστών. Όσον αφορά στους ψεκασμούς, άρχισαν να γίνονται κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας με σκοπό την προστασία των φυτών από ασθένειες που επηρεάζουν την παραγωγή.

Η εποχή του τρύγου άρχιζε με τη συγκομιδή των σταφυλιών που προορίζονταν για την παραγωγή κουμανταρίας και ακολούθως για την παραγωγή των άλλων κρασιών. Η συγκομιδή των σταφυλιών για την παραγωγή κουμανταρίας άρχιζε τέλη Ιουλίου ενώ για τα άλλα κρασιά συνήθως Σεπτέμβριο.

Όπως και για το φύτεμα των αμπελιών , έτσι και στον τρύγο χρειαζόντουσαν πολλά χέρια. Όταν η παραγωγή ήταν μεγάλη, οι αμπελοκαλλιεργητές προσλάμβαναν ημερομίσθιο προσωπικό.

Ο τρύγος ξεκινούσε με το πρώτο φως του ήλιου και διαρκούσε μέχρι το σούρουπο και απαιτούσε σκληρή δουλειά. Όσοι συμμετείχαν στον τρύγο, παρέμεναν σκυφτοί για πολλές ώρες, για να κόβουν ένα-ένα τα τσαμπιά με το σουγιά ή το μαχαίρι. Τα τσαμπιά τα τοποθετούσαν στα καλάθια και έπειτα τα άδειαζαν στα κοφίνια, τα οποία φόρτωναν στα γαϊδουριά για να τα μεταφέρουν στο χώρο όπου θα γινόταν η οινοποίησή τους ή στο σπίτι όπου θα απλώνονταν με σκοπό την παρασκευή σταφίδας. ΠερισσότεραΠαραδοσιακά

Πηγές:
Ιωάννης Ιωνά, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001
Γιώργου Καρούζη, Περιδιαβάζοντας την Κύπρο, Λάρνακα, Πόλη και Επαρχία, Λευκωσία, 2001

Η ελαιοκαλλιέργεια είναι μια από ασχολίες των κατοίκων της Αναφωτίας. Πιο κάτω θα σας παρουσιάσουμε τις κύριες καλλιεργητικές φροντίδες για τα ελαιόδεντρα:

Η προετοιμασία του εδάφους είναι μια από τις πρώτες καλλιεργητικές φροντίδες των ελαιοκαλλιεργητών. Το έδαφος για να προετοιμαστεί πρέπει να εμπλουτιστεί με θρεπτικά συστατικά αλλά και να απαλλαγεί από ζιζάνια.

Το κλάδεμα των ελαιόδεντρων είναι πολύ σημαντικό για την παραγωγικότητά τους. Αυτό γίνεται είτε στις αρχές της άνοιξης, είτε κατά την περίοδο της συγκομιδής. Κατά τη διάρκεια του κλαδέματος, κόβονται όσα κλαδιά κρίνονται περιττά για να παραμείνουν στο δέντρο μόνο οι καρποφόροι κλάδοι.

Το πότισμα των ελαιόδεντρων πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Γενικότερα, οι ελιές δεν χρειάζονται συχνό πότισμα. Εντούτοις, τους μήνες της ανθοφορίας, τους ανοιξιάτικους δηλαδή μήνες, το πότισμα των ελαιόδεντρων είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την αύξηση της παραγωγής τους όσο και για την ποιότητα των καρπών τους.

Από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουάριου, λαμβάνει χώρα το μάζεμα των ελιών, γνωστό ως «λούβισμα». Για το «λούβισμα» των ελιών χρησιμοποιείται η μέθοδος του ραβδισμού ή αλλιώς «βάκλισμα» αλλά και σύγχρονές μέθοδοι με μηχανήματα.

Το «βάκλισμα» που είναι η παραδοσιακή μέθοδος για το μάζεμα των καρπών της ελιάς, γίνεται ως εξής: «χτυπούν» το ελαιόδεντρο με ένα ξύλινο ραβδί, τη «βάκλα» με σκοπό οι καρποί του δέντρου να πέσουν και να συγκεντρωθούν στα τεράστια πανιά που προηγουμένως τοποθετούνται κάτω από αυτό. Στη συνέχεια, οι ελιές τοποθετούνται σε κασόνια και συνήθως οδηγούνται στο ελαιοτριβείο για την παραγωγή ελαιόλαδου.

Τέλος, κάποιοι ελαιοκαλλιεργητές ακολουθούν την παραδοσιακή μέθοδο πολλαπλασιασμού των ελαιόδεντρων. Αυτή είναι ο εμβολιασμός, δηλαδή η προσαρμογή ενός κλαδιού ελιάς σ’ άλλο δέντρο. Για να καρποφορήσει ένα δέντρο χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον τρία χρόνια από τη φύτευσή του.

Πηγή:
Ιωνάς Ιωάννης, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001

Οι κύριες ασχολίες των πρώτων κατοίκων της Αναφωτίας ήταν η κτηνοτροφία και η γεωργία. Ο συνδυασμός και των δύο τους βοηθούσε, ώστε να ζουν καλύτερα. Η οικονομία ήταν κλειστή, δηλαδή χρησιμοποιούσαν ό,τι παρήγαγαν, ή αντάλλασσαν προϊόντα μεταξύ τους . Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού διατηρούσαν στα σπίτια τους μικρό αριθμό ζώων όπως γουρούνια, κατσίκες,αγελάδες, όρνιθες. κουνέλια, γαλοπούλες, περιστέρια, χήνες κ.λ.π. για τις ανάγκες των οικογενειών τους, όπως ήταν το γάλα, το κρέας, το μαλλί τα αυγά κ.λ.π.

Οι κτηνοτρόφοι έφτιαχναν μόνοι τους αυτοσχέδιες μάντρες  για να στεγάσουν τα ζώα τους.Για το πότισμα αντλούσαν νερό με κάδους από τους λάκκους.Δεν υπήρχαν τροφές για τα ζώα στην αγορά, όπως τα σημερινά χρόνια, γι’ αυτό οι βοσκοί έβγαιναν καθημερινά τα
ζώα για βοσκή στους αγρούς.Κατά την περίοδο 1936 -38, λειτούργησε στην Αναφωτία «Κασαρία», δηλαδή γαλακτοκομικό εργαστήριο. Η αγελαδοτροφία στην Αναφωτία αναπτύχθηκε μετά το 1974.

Με τη γεωργία πρωτοασχολήθηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, αφού εκκαθάρισαν χέρσες εκτάσεις γης από τις πέτρες και τους θάμνους. Ο κάθε κάτοικος εργάστηκε προς όφελός του.Το όργωμα της γης γινόταν με αλέτρι ξύλινο (ησιόδειο), σιδερένιο με δύο η τρία υνιά και με την τσάππα. Τα άροτρα τα έσερναν βόδια, άλογα, μούλες ή γαϊδούρια. Σήμερα γίνεται με τρακτέρ.Το όργωμα ξεκινούσε νωρίς για να προλάβουν τις βροχές επειδή ήταν δύσκολη εργασία και χρονοβόρα. Όργωναν δύο φορές. Για λίπασμα χρησιμοποιούσαν την κοπριά των ζώων.Πολλά σπίτια είχα ένα γαϊδούρι η ζεύγη βοδιών, για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της οικογένειας.Το θέρος γινόταν με το δρεπάνι από τους θεριστάδες.

Ακολουθούσαν οι γυναίκες που έδεναν τα δεμάτια. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε θεριστική μηχανή που την έσερναν βόδια και μηχανοκίνητη θεριστική μηχανή. Στην κοινότητα αναπτύχθηκε επίσης η δεντροκαλλιέργεια με έμφαση, λόγω κλίματος και μορφολογίας του εδάφους, στις ελιές, τα εσπεριδοειδή τις αμυγδαλιές και τη αμπελοκαλλιέργεια. Γύρω στη δεκαετία του ’60, δοκιμάστηκε  η μπανανοφυτεία χωρίς όμως συνέχεια.Η σπουδαιότερη γεωργική ασχολία ήταν η αμπελοκαλλιέργεια. Η περισσότερη και καλύτερη γη της Αναφωτίας ήταν φυτεμένη με αμπέλια. Τα περισσότερα ήταν άσπρα (ξυνιστέρι), λίγα μαύρα και λιγότερα σουλτανίνα. Οι αγορές του Βαρωσιού, της Λάρνακας, της Λευκωσίας ακόμη και της Λεμεσού, προμηθεύονταν ξυνιστέρι από την Αναφωτία. Αξίζει να αναφερθεί ότι κάθε καλοκαίρι μέχρι και το 1970, στην Αναφωτία λειτουργούσε συσκευαστήριο σουλτανίνας στην παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ή κάτω από τους ευκάλυπτους του παλιού Δημοτικού Σχολείου και του Τουρκικού Δημοτικού Σχολείου. Η σουλτανίνας εξαγόταν στην Αγγλία από εμπόρους με μεγάλη επιτυχία .Μεγάλες ποσότητες μαύρων και άσπρων σταφυλιών (ξυνιστέρι) πουλιούνταν στις εταιρείες ΚΕΟ, ΣΟΔΑΠ, ΛΟΕΛ και ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ. Μάλιστα μια περίοδο η εταιρεία ΚΕΟ ήρθε επί τόπου απέναντι από το καφενείο του Τσοκκού, αγόραζε τα σταφύλια και τα μετέφερε με δικά της αυτοκίνητα στο εργοστάσιό της στην Λεμεσό.

Πάρα πολλοί κάτοικοι παρασκεύαζαν σταφίδα στα χωράφια. Επίσης παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες «σιουτζιούκκου», «κκιοφτέρκα», κρασί, κουμανταρία και ξίδι.Παλαιότερα καλλιεργούσαν βαμβάκι, σουσάμι (άνυδρο), αμυγδαλιές και συκαμιές για την εκτροφή μεταξοσκώληκα για παραγωγή μεταξιού.Επίσης πάρα πολλοί γεωργοί, τα καλοκαίρια ασχολούνταν και ασχολούνται μέχρι σήμερα με την καλλιέργεια φθαρτών και άλλων κηπευτικών, όπως ντομάτες, αγγουράκια, φασολάκια, λουβιά, καρπούζια και πεπόνια. Πολλά μάλιστα καρποφορούσαν άνυδρα (άνεδρα).

Από το 1970 και μετά ξεκίνησαν οι καλλιέργειες στα θερμοκήπια. Η Αναφωτία έχει εύφορη γη. Παλιά είχε και πολλά υπόγεια νερά, τα οποία αντλούνταν αρχικά με σκοινί και κάδο και μετά με το «αλακάτι» που το γυρνούσε ένα ζώο, συνήθως γαϊδούρι ή άλογο. Μετά χρησιμοποιούσαν μικρές μηχανές με απορροφητικές αντλίες. Από τα αμπέλια μάζευαν τα αμπελόφυλλα για τα «κουπέπια» και τα σταφύλια για τις σταφίδες, τον «σιουσιούκκο», τη ζιβανία, το κρασί, την κουμανταρία και το ξίδι. Από τα αμύγδαλα γλυκό του αμυγδάλου «αθασιού» και από τα εσπεριδοειδή γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες. Από το σιτάρι γινόταν το αλεύρι, το πουργούρι και τα κόλλυβα.

Οι Αναφωτιώτες στα παλιότερα χρόνια αντλούσαν νερό, για τις προσωπικές και τις οικιακές τους ανάγκες, από «λάκκους» (πηγάδια) που βρίσκονταν στις αυλές των σπιτιών τους ή από τον «λάκκο» Τζιελίλη που βρίσκεται στα δυτικά του χωριού. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο μεγάλο μερος του χωριού είναι κτισμένο κοντά στο συγκεκριμένο πηγάδι. Το 1937, όπως φαίνεται από ανάγλυφο στα ντεπόζιτα ,το χωριό υδροδοτείτο από πηγή βόρεια της Μενόγειας. Το νερό έπεφτε στο «ζύγι» ντεπόζιτο, που βρισκόταν δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο στον Ανεμόμυλο. Εκεί μοιραζόταν μεταξύ Αναφωτίας και Απλάντας. Το νερό της Αναφωτίας ακολούθως πήγαινε στα «ντεπόζιτα» δύο δεξαμενές δυτικά του σχολείου. Από εκεί με σωλήνες διοχετευόταν σε 13 «φουντάνες» βρύσες μέσα στο χωριό, μια σε κάθε γειτονιά.

Το 1964 από άλλη πηγή, βόρεια των Αγγλισίδων, κτίστηκε νέα υδατοδεξαμενή  ντεπόζιτο στην «Ανεφανή», σε ύψωμα μεταξύ Αναφωτίας και Αγγλισίδων και το νερό μπήκε στα σπίτια.Γενικά η Αναφωτία στερείται υπόγειων νερών. Έχουν γίνει πάρα πολλές διατρήσεις για να βρεθεί νερό για άρδευση με μικρή επιτυχία. Μερικές φορές , αν βρεθεί νερό, είναι ακατάλληλο για πότισμα καλλιεργειών. Σήμερα αντλείται νερό για φυτικές καλλιέργειες από μια άλλη διάτρηση στην περιοχή Μενόγειας. Επειδή το νερό είναι λίγο οι κάτοικοι χρησιμοποιούν σύγχρονα συστήματα ποτίσματος για εξοικονόμηση. Τα υπόγεια νερά για πότισμα δέντρων ή φυτειών λαχανικών έχουν λιγοστέψει και οι γεωργοί αναγκάζονται να σκάψουν πιο βαθιά, δυστυχώς με πενιχρά αποτελέσματα. Επίσης αναγκάζονται να μεταφέρουν το υπάρχον νερό σε μεγάλες αποστάσεις, γεγονός που συνεπάγεται σημαντική άνοδο του κόστους παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια μερικοί γεωργοί παίρνουν νερό από τον Νότιο Αγωγό και έτσι η άρδευση των καλλιεργειών έγινε πιο άνετη. Παράλληλα για εμπλουτισμό των υπόγειων νερών έγιναν έργα στην κοίτη του ποταμού.Στο καινούργιο Δημοτικό σχολείο κτίστηκε δεξαμενή για να καλύπτει τις ανάγκες του σχολείου και για να ποτίζονται τα άνθη και τα δέντρα.Τα ντεπόζιτα (τα τιποζιτούδκια),κτίστηκαν το 1937 επί Αγγλοκρατίας για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της κοινότητας. Το νερό ερχόταν από τη Μενόγεια.

Το χωρίο αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα έντονο το πρόβλημα υπόγειων νερών. Οι κάτοικοι έχουν προσπαθήσει με τεράστια έξοδα να βρουν υπόγεια νερά για να καλύψουν επαρκώς τις ανάγκες για το πότισμα των φυτειών τους. Τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά. Μέρος των αναγκών καλύπτει γεώτρηση στην περιοχή Μενόγειας που αρδεύει κυρίως φυτείες (Αμπέλια, ελαιόδεντρα κλπ). Έγιναν και γίνονται προσπάθειες για κάλυψη των αναγκών από τον νότιο αγωγό και ευελπιστούν οι κάτοικοι ότι θα γίνει σύντομα. Μερικοί επωφελούνται από την παροχή νερού από τον νότιο αγωγό. Παράλληλα έγινε μικρό φράγμα στις παρυφές του Σταυροβουνίου για εμπλουτισμό των υπογείων νερών. Ο ποταμός «Κατούρης¨ παλιά κατέβαινε και εμπλούτιζε τα υπόγεια υδροφόρα στρώματα. Τώρα έγινε ανάμνηση.

Η γυναίκα καλείται να συμμετέχει σε κάθε τομέα, να παράγει, να αναπαράγει και να δημιουργεί εκπληκτικά έργα τέχνης και πολιτισμού, αλλά κυρίως να διασώζει ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει μέσα από την παράδοση. Μέσα από τα χειροτεχνήματα μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία της ηθικής τάξης της κοινωνίας, τοπικά χαρακτηριστικά και συνήθειες, κοινωνική θέση, οικονομική κατάσταση, αλλά κυρίως αγάπη και «μεράκι» για κάθε δημιούργημα.

Ο αργαλειός ήταν γνωστός από πολύ παλιά αφού τον αναφέρει ο Όμηρος και στα έπη του. Τον συναντάμε σε πολλά σπίτια της παλαιάς Αναφωτίας. Τον τοποθετούσαν κοντά σε κάποιο παράθυρο, για να μπαίνει φως, ώστε η υφάντρα να μπορεί να δουλεύει με ευκολία. Αρχικά έπαιρναν το μαλλί από τους τσοπάνηδες και μετά από μια χρονοβόρα και κοπιαστική διαδικασία, έφτιαχναν τις «κούκλες» (μακρόστενες μπάλες από μαλλί). Κατόπιν τις έγνεθαν με το αδράχτι και το σφοντύλι κι έφτιαχναν κλωστή. Έβγαζαν την κλωστή έτοιμη από το αδράχτι σε κουβάρια και σειρά είχε η ανέμη. Η υφάντρα καθόταν μπροστά στον αργαλειό και ύφαινε με τη σαΐτα που ήταν περασμένο το μασούρι, χτυπώντας τα με το χτένι, αφού προηγουμένως είχε βάψει την κλωστή. Επίσης χρησιμοποιούσαν βαμβάκι, λινάρι και μετάξι με τα οποία έφτιαχναν είδη ένδυσης και προικός.

Η υφάντρα στον αργαλειό της έφτιαχνε αριστουργήματα λαϊκής τέχνης όπως:

Χοντρά χράμια, μεσοσέντονα, κουρελούδες, τραπεζομάντηλα, πετσέτες, ταγάρια για τη δουλειά, κτλ.

Το μοτίβο ήταν συχνότερα γραμμές ή γεωμετρικά σχήματα.

Οι Αναφωθκιώτισσες, ήταν περισσότερο γνωστές για τα κεντήματα που έφτιαχναν, παρά  για τα υφαντά. Τα κεντήματα τα έφτιαχναν για στολισμό του σπιτιού καθώς και για «προικιό» της ανύπαντρης κόρης. Τύπωναν το σχέδιο πάνω σε βαμβακερό λευκό ύφασμα και το κεντούσαν με ποικίλες βελονιές.

Τα λευκά κεντήματα που προορίζονταν για προίκα τα κεντούσαν με βελονιά φιλτιρέ, αζούρ, ανεβατό, κοφτό, απλικέ κ. ά. Στα μαντηλάκια χειρός και στις μαξιλαροθήκες συχνά έβαζαν δαντέλα, ενώ τα νυχτικά και τα εσώρουχα της νύφης ήταν κεντημένα. Τη σταυροβελονιά την κεντούσαν με πολύχρωμες κλωστές σε λεπτό ύφασμα.Οι πιο μεγάλες γυναίκες συνήθως έπλεκαν είδη διακόσμησης ή χρηστικά με το βελονάκι, όπως κουβέρτες, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, πετσετάκια, ζακέτες, πουλόβερ, σκουφάκια και πολλά άλλα.Το δείγμα αξιοσύνης της γυναίκας όμως ήταν η φίνα δαντέλα (το καπανέλι). Η αγορά της ήταν δείγμα οικονομικής ευχέρειας, επειδή πουλιόταν πολύ ακριβά. Πλεκόταν πάνω σε ένα σκληρό μαξιλάρι, συχνά επενδυμένο με χαρτόνι.

Στο χωριό όμως, γυναίκα που ήξερε να ράβει, θεωρείτο νοικοκυρά. Με τη βοήθεια, αργότερα, των μηχανών SINGER, NAUMAN, (χειροκίνητες και αργότερα ποδοκίνητες) έραβαν ή μπάλωναν τα ρούχα της οικογένειας. Τα νεαρά κορίτσια μάθαιναν την τέχνη του ραψίματος κοντά σε έμπειρες ράφτρες στην Αναφωτία, ή στη Λάρνακα. Τα «Έργα των Χειρών» της Αναφωθκιώτισσας νοικοκυράς, δεν ξεχάστηκαν ευτυχώς σε κάποιο μπαούλο, ούτε πετάχτηκαν στον κάλαθο της λησμονιάς. Τα «προικιά» των προγόνων μας παραδόθηκαν στις νεότερες γενιές, με την ελπίδα πως θα δοθούν στις επόμενες. Πηγαίνουν από γενιά σε γενιά, με περηφάνια, γιατί εκτός από λαϊκή κληρονομιά είναι και μέρος του εαυτού μας, της οικογένειάς μας, όσων κουβαλούμε και φέρουμε μας. Με το να τα στολίζουμε, δεν διακοσμούμε απλά τον χώρο μας, αλλά μεταφέρουμε στο νέο σπιτικό μας κάτι από τους προγόνους μας, ένα κληρονόμημα, μια θύμηση ή και υπενθύμιση για το ποιοι είμαστε και από που καταγόμαστε.

Και σαν χωριό… νιώθουμε περήφανοι γι’ αυτή την τόση σημαντική κληρονομιά μας!

ΒΙΝΤΕΟ

ΛΕΥΚΩΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

© Copyright 2024 - Αναφωτία / Designed & Developed by NETinfo Plc